μυστηριάρχης

μυστηριάρχης
μυστηρι-άρχης, ου, ,
A = μυστάρχης, CIG3666.6 (Cyzicus, dub.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυστηριάρχης — μυστηριάρχης, ὁ (ΑΜ) 1. ο αρχηγός, ο προϊστάμενος κατά την τέλεση τών μυστηρίων, αυτός που πρωτοστατούσε κατά τις απόκρυφες ιεροπραξίες και διδασκαλίες μυστηριακής λατρείας 2. (κατ επέκτ.) (για αιρετικούς χριστιανούς, υποτιμητικά) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”